- αθήρευτος
- ος , ον1) не пойманный, не убитый на охоте; 2) прям. , перен. являвшийся предметом охоты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀθήρευτος — not hunted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθήρευτος — η, ο (Α ἀθήρευτος, ον) [θηρεύω] (για ζώα) αυτός που δεν θηρεύτηκε, ο ακυνήγητος … Dictionary of Greek
ἀθήρευτον — ἀθήρευτος not hunted masc/fem acc sg ἀθήρευτος not hunted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθήρευτα — ἀθήρευτος not hunted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՈՐՍԱԼԻ — ( ) NBH 1 0218 Chronological Sequence: Unknown date ա. ἁθήρατος, ἁθήρευτος non captus Զոր անհնար է կամ դժուարին է որսալ. *Հնարիւք արուեստից զանորսալին որսալ. Փփիլ. ՟Ժ. բան: անորսալի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)